ολόστρωτος

ολόστρωτος
-η, -ο
ο στρωμένος σ' όλη την έκταση, απλωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολόστρωτος — η, ο ο καλά στρωμένος, ο εντελώς στρωμένος («το ολόστρωτον πελάου μες στον καθρέφτη», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + στρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”